- ἀμυνόμενος
- ἀμῡνόμενος , ἀμύνωkeep offpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
VIM vi repellere — Naturae lex est, uti docet in Milon. Tullius. Non enim iniuria infertur, sed repllitur, et vi vis illata vindicatur. Quare prima hac de re sancita lex et scripta Rhadamanthum auctorem habet, teste Apollodorô, Biblioth. l. 2. ubi de Hercule, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
αντεπίθεση — η (Α ἀντεπίθεσις) 1. επίθεση εναντίον επιτιθέμενου 2. επιθετικός ελιγμός που αναλαμβάνει ο αμυνόμενος για να ανακόψει την προέλαση εκείνου που επιτίθεται … Dictionary of Greek
καταμύνω — (Α) αποκρούω 2. μέσ. καταμύνομαι εκδικούμαι κάποιον αμυνόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμύνω] … Dictionary of Greek
νουθετώ — (ΑΜ νουθετῶ, έω, Μ και νοθετῶ) παραινώ, συμβουλεύω κάποιον προκειμένου ιδίως να συνετίσω άτομο που έχει διαπράξει σφάλμα, ορμηνεύω, δασκαλεύω μσν. 1. ελέγχω ή επιτιμώ κάποιον 2. παροτρύνω, παρακινώ 3. παραγγέλλω αρχ. 1. προειδοποιώ, υπενθυμίζω 2 … Dictionary of Greek
τειχομαχώ — τειχομαχῶ, έω, ΝΜΑ μάχομαι ως επιτιθέμενος ή ως αμυνόμενος στα τείχη αρχ. πολιορκώ («τειχομαχήσοντα τῷ Ἰλίῳ», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ) … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek